To θέμα που θα πραγματευτούμε εδώ είναι η εξήγηση ορισμένων ψυχολογικών γεγονότων, βάσει λογικών μεθόδων. Συγκεκριμένες πράξεις που έχουν παρατηρηθεί, φαίνεται να καταδεικνύουν νοημοσύνη, ωστόσο δεν αναμένετο να είναι φαινόμενα συνείδησης. Προκειμένου να αποφασίσουμε για τέτοιους ισχυρισμούς (στους οποίους οφείλω να υποθέσω ως ορθά τα γεγονότα που αξιώνονται και από τις δύο πλευρές), οφείλουμε να έχουμε μια γενική ιδέα των μεθόδων που πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε.
Η πρώτη από τις μεθόδους αυτές είναι η μέθοδος του ισομορφισμού. Αυτή προκύπτει από την υπόθεση ότι εφόσον οι συνέπειες των δύο υποθέσεων είναι όμοιες, οι δύο υποθέσεις, στο εξής, πρέπει να θεωρηθούν ως ταυτόσημες για όλα τα αντικείμενα του συλλογισμού.
Με άλλα λόγια, είναι περιττό να αποδεικνύουμε αυθαίρετα διακρίσεις, εκεί που δεν υπάρχουν πραγματικά. Όταν επιχειρηματολογούμε για μία υπόθεση, οι συνέπειές της παίζουν έναν ρόλο σε κάθε επίπεδο της επιχειρηματολογίας μας και, εφόσον αυτές οι συνέπειες είναι οι ίδιες, όλη η επιχειρηματολογία θα είναι η ίδια και, ως εκ τούτου, καμία διαφορά δεν μπορεί πραγματικά να αποδειχθεί. Και πάλι, μια επιλογή μεταξύ δύο θεωριών, των οποίων οι συνέπειες είναι και πρέπει να είναι όμοιες, πρέπει αναγκαστικά να είναι μία, εφόσον καμία απόδειξη δεν είναι δυνατό να ληφθεί και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να συζητηθεί. Είναι σαν το παλιό ερώτημα του ανθρώπου και του πιθήκου: «Εάν ένας πίθηκος βρίσκεται σε έναν πόλο, συνεχώς απέναντι από έναν άνθρωπο, ο οποίος βαδίζει γύρω από τον πόλο, ο άνθρωπος περιστράφηκε γύρω από τον πίθηκο;»
Τώρα, μπορούμε να προβούμε στην εφαρμογή της θεωρίας του ισομορφισμού. Υπάρχουν δύο θεωρίες που εξηγούν ορισμένα φυσιολογικά φαινόμενα, τα οποία καλούνται φαινόμενα του υποσυνείδητου. Η μία από αυτές δηλώνει πως δεν υπάρχει μία συνείδηση που εκπληρώνει όλες τις δράσεις της νοημοσύνης, οι οποίες καλούνται υποσυνείδητες; η άλλη θεωρία δηλώνει πως οι δράσεις αυτές είναι τα αποτελέσματα μιας νοημοσύνης χωρίς συνείδηση, η οποία συνίσταται σε διεργασίες καθαρά φυσιολογικές. Προκύπτει από την τελευταία των δύο αυτών προαναφερθεισών θεωριών ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις ιδιότητες της ασύνειδης νοημοσύνης με κείνες της συνειδητής. Ορισμένα γεγονότα της προσωπικής μου εμπειρίας αποδεικνύουν, τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση, πως τούτη η «ασύνειδη νοημοσύνη» μπορεί συγχρόνως να διαβάζει και να θυμάται.
Βλέπουμε, συνεπώς, πως μία τέτοια «ασύνειδη νοημοσύνη» δεν διαφέρει με κανέναν τρόπο από μία κανονική νοημοσύνη; εξαιρουμένου ότι δεν έχω γνώση αυτής παρά μόνον μίας περιστασιακής απόδειξης. Ώμως, το ίδιο πράγμα είναι δυνατό να λεχθεί για τη συνειδητοποίηση ενός άλλου προσώπου; μόνον μέσω μιας περιστασιακής απόδειξης έχω γνώση γι’ αυτό. Εάν η φύση της νοημοσύνης, την οποία συζητούμε, είναι συνειδητή ή ασύνειδη, οι συνέπειες είναι οι ίδιες ούτως ή άλλως και συνεπώς μία τέτοια «ασύνειδη νοημοσύνη» είναι, σύμφωνα με τον νόμο του ισομορφισμού, σχεδόν ταυτόσημη με μία συνείδηση που δεν έχει ανάγκη απόδειξης για το Ανώτατο Δικαστήριο της ψυχολογίας.
Κάθε ταυτότητα είναι, ωστόσο, αναστρέψιμη. Οι υπέρμαχοι της θεωρίας του ασυνείδητου μπορούν, επομένως, να αναστρέψουν αυτή την ταυτότητα και να πουν πως μία θεωρία της ενεργής συνείδησης, για τα εν λόγω φαινόμενα, οφείλει να είναι ταυτόσημη με τη δική τους τη θεωρία. Ωστόσο, ποια είναι η ταυτότητα τούτη; Απλώς ότι, μέσα στο ασυνείδητο, όλα τα παρόντα φαινόμενα είναι ταυτόχρονα με τη συνείδηση. Τα σημεία της διένεξης, όπως το κατά πόσον τα φαινόμενα αυτά ονομάζονται ή όχι συνείδηση, πρέπει να παραμένουν στην άκρη, σαν ένα παιγνίδι λέξεων που ταιριάζει σε έναν σχεδιαστή λεξικού μάλλον, παρά σε έναν επιστημονικό ερευνητή, προκειμένου να ορίσει τη χρήση ενός όρου όπως η συνείδηση. Η συζήτηση περιορίζεται επί του παρόντος στο ερώτημα της γνώσης εάν αυτά τα φαινόμενα, τα όμοια σε κάθε σημείο, οφείλουν να αποδοθούν σε αιτίες ταυτόσημες ή διαφορετικές. Δηλαδή, τα φαινόμενα της κανονικής συνείδησης και οι εκδηλώσεις του ασυνείδητου έχουν ή δεν έχουν τα ίδια προκείμενα; Για να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα, σ’ αυτό το σημείο, οφείλουμε να αναφερθούμε στο αξίωμα της ομοιομορφίας της φύσης, η οποία είναι η βάση κάθε επαγωγικής λογικής, όπως κάθε επιστήμη.
Έχοντας υπ’ όψιν αυτές τις δύο αντιτιθέμενες θεωρίες, μπορούμε να προβούμε στη εξέταση του επιχειρήματος. Οι δύο θεωρίες συμφωνούν ότι τα φαινόμενα του υποσυνείδητου είναι νοήμονα και έχουν όλα τα χαρακτηριστικά που συνήθως αποδίδονται στη νοημοσύνη. Οι θεωρίες βρίσκονται σε αντίθεση περί του γεγονότος ότι αυτές οι διεργασίες, οι οποίες παράγουν αυτά τα φαινόμενα, είναι συνειδητές.
Συνεπώς ένας συλλογισμός που αναζητά να καθιερώσει τη θεωρία της «ασύνειδης νοημοσύνης», αποδεικνύοντας πως αυτά τα φαινόμενα είναι νοήμονα, συνίσταται απλά στο να αποδεικνύουμε αυτό που έχουμε ήδη αποδεχθεί• αυτό μπορεί να είναι όλως διόλου ορθό, μα δεν είναι αυτό ο στόχος• είναι ένα συμπέρασμα άσχετο. Eξάλλου, ο συλλογισμός λέει: αποδείξαμε ότι τα παρατηρούμενα φαινόμενα, τα οποία είναι ασύνειδα, είναι νοήμονα• ως εκ τούτου, ασύνειδες διαδικασίες μπορεί να είναι νοήμονες. Εκπεφρασμένο με τη μορφή συλλογισμού τούτο δίνει: όλες οι διεργασίες αυτών των εμπειριών είναι νοήμονες• όλες οι διεργασίες αυτών των εμπειριών είναι ασύνειδες• συνεπώς, κάποιες ασύνειδες διεργασίες είναι νοήμονες. Τούτο μπορεί να φαίνεται ένας απόλυτα λογικός συλλογισμός και θα μπορούσε πράγματι να είναι, εάν τα αρχικά στοιχεία ήταν και τα δύο αποδεκτά. Μα ας εξετάσουμε το δεύτερο αρχικό στοιχείο. Να θέτουμε ότι όλες οι διεργασίες που παρατηρήθηκαν στις νοητικές εμπειρίες είναι ασύνειδες, σημαίνει να υποθέτουμε ακριβώς το αρχικό σημείο της ερώτησης, με την οποία εμείς αποδείξαμε απλά αυτό που υποθέσαμε. Στον βαθμό που αφορά, η συγκεκριμένη άποψη μιας συνειδητής πράξης, σ’ αυτή την περίπτωση, το προωθούμενο επιχείρημα περιέχει όχι μόνο ένα συμπέρασμα άσχετο, μα και μία απόδειξη κυκλική. Το επιχείρημα είναι ένοχο, τουλάχιστον, για τούτη τη διπλή σοφιστεία.
Εξ άλλου το επιχείρημα, εάν τεθεί στη λογική του κατάληξη, αναιρεί τα ίδια του τα αποτελέσματα• και μπορούμε να λάβουμε αυτό το επιχείρημα ως μια εξαιρετική αναίρεση της θεωρίας που πρέπει να αποδείξει. Ο δικός μας υπερασπιστής της «ασύνειδης νοημοσύνης» λέει πως οι συνειδητές διεργασίες δεν είναι με κανέναν τρόπο διαφορετικές από τις υποσυνείδητες διεργασίες ή τις δράσεις των ανόητων σκύλων. Ως εκ τούτου, συμπεραίνει ότι αυτό είναι ένα «πραγματιστικό ερώτημα» για το κατά πόσο οφείλουμε να ονομάσουμε τη μία από αυτές τις τάξεις νοήμονα και την άλλη μη-νοήμονα, καθώς δεν υπάρχει πραγματική διαφορά ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο δράσεις. Ας αντικαταστήσουμε σε όλο το επιχείρημα τον όρο «νοήμων» από τον όρο «συνειδητό». Τότε είναι ένα απλό «πραγματιστικό ερώτημα» για το κατά πόσο μπορούμε να ονομάζουμε τη μία από αυτές τις τάξεις συνειδητή και την άλλη ασύνειδη, καθώς δεν υπάρχει πραγματική διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο ήδη δράσεων. Εάν το επιχείρημα περί της νοημοσύνης είναι έγκυρο, τότε το επιχείρημα περί της συνειδήσεως πρέπει να είναι έγκυρο επίσης. Επομένως, οθώντας αυτό το επιχείρημα στο λογικό του συμπέρασμα, συνάγουμε ότι όχι μόνον η τάξη δράσεων που ονομάζονται υποσυνείδητες, μα και οι δράσεις των ανόητων σκύλων είναι δράσεις συνειδητές. Δεν μπορούμε να πούμε πλέον πως οι υποσυνείδητες διαδικασίες ή οι ανόητοι σκύλοι είναι ασύνειδοι, σύμφωνα με το λογικό αποτέλεσμα που προωθείται από τον υπερασπιστή της «ασύνειδης νοημοσύνης»• αντιθέτως, οφείλουμε να συνάγουμε πως υπάρχει μία συνείδηση παρούσα σε όλες τις υποσυνείδητες δράσεις και πως η συνείδηση των σκύλων δεν εξαρτάται από την παρουσία του φλοιού. Το πρώτο από τα συμπεράσματα του επιχειρήματος που είχαμε είναι το μόνο που είναι σημαντικό για τους στόχους μας: οι υποσυνείδητες διεργασίες είναι συνειδητές.