Η αξία της γλώσσας προέρχεται από την ιδιότητα της να λειτουργεί ως βασικός πυλώνας επικοινωνίας της σκέψης. Επί της ουσίας, αντικατοπτρίζει τη νοοτροπία ‘’σκέφτομαι μόνο ότι μπορώ να εκφράσω’’ . Έτσι, η γλώσσα γίνεται το σημείο αναφοράς. Τα νοητικά μοντέλα άντι να ακολουθούν μια απλοϊκή μέθοδο επικοινωνίας καταβάλλουν την ίδια προσπάθεια μέσω της γλώσσας που γίνεται ένα σταυροδρόμι σκέψεων. Γενικέυοντας το σύστημα ‘’σκέφτομαι άρα υπάρχω’’ μπορούμε να υποθέσουμε ότι με τη γλώσσα ‘’συνομιλούμε άρα υπάρχουμε’’. Η γλώσσα μετατρέπει την ατομική νοημοσύνη σε συλλογική σκέψη και η πολλαπλότητα της μοναδικότητας σε μοναδικότητα της πολλαπλότητας. Με αυτό το τρόπο παράγει έργο, δηλαδή τον πολιτισμό.
Με την εκμάθηση της γλώσσας εμπλέκεται και το θέμα της παιδείας ώς μέσο της διαχρονικότητας του πολιτισμού. Ιδιαίτερα σε μία μικρή χώρα όπως είναι η Ελλάδα,ο πολιτισμός έχει μέγιστη σημασία διότι είναι η μοναδική διάσταση μέσα στην οποία μπορούμε να αναδιπλώσουμε την Ιστορία μας. Ο πολιτισμός είναι η μνήμη του μέλλοντος μας, είναι μία ουσία χωρίς εξουσία και προέκταση της ανθρώπινης σκέψης. Ωστόσο, για να διατηρηθεί αμετάβλητο κατά το πέρασμα των χρόνων, οφείλει να διασχίσει την καθημερινότητα όπου αναγκαστικά βασίζεται στην πολιτική, η οποία μετατρέπει το πλαίσιο συνομιλίας σε διαπραγμάτευση με την έννοια της ισορροπίας του Nash. Δυστυχώς, σε αυτό το νοητικό πλαίσιο εισχωρούν παράγοντες που αφορούν μη ηθικά σύνολα , που προέρχονται από την μαζικοποίηση της δημοκρατίας που τείνει προς τη νοητική αδράνεια για την επιβίωση μίας κοινωνίας και όχι του ανθρωπίνου είδους.
.